- ἐπιχειρηθεῖσα
- ἐπιχειρέωput one's hand toaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτρωσμός — ἐκτρωσμός, ο (Α) 1. έκτρωση που γίνεται ώς τις σαράντα μέρες τής κυήσεως 2. επιχειρηθείσα έκτρωση … Dictionary of Greek